- μεσεμβόλημα
- μεσεμβόλημα, -ατος, τὸ (Α) [μεσεμβολώ]1. η απόσταση ή το διάστημα μεταξύ δύο ζωδιακών σημείων2. παρένθεση, παρεμβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσεμβόλημα — interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεμβολήματι — μεσεμβόλημα interval neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεμβολήματος — μεσεμβόλημα interval neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)